- ησυχαιος
- ἡσυχαῖοςἡσῠχαῖος31) спокойный, мирный, тихий
(ἐλάσεις Xen.; ἡ. καὴ σωφρονικός Plat.)
,2) бездеятельный, бесстрастный, вялый(φαῦλος καὴ ἡ. Eur.; ἡ. καὴ ἀργός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐλάσεις Xen.; ἡ. καὴ σωφρονικός Plat.)
,(φαῦλος καὴ ἡ. Eur.; ἡ. καὴ ἀργός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… … Dictionary of Greek
ἡσυχαῖος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖον — ἡσυχαῖος gentle masc acc sg ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖα — ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖαι — ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαία — ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc/acc dual ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίως — ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle adverbial ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ἁσυχαίᾳ — ἁ̱συχαί̱ᾱͅ , ἡσυχαῖος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίαν — ἡσυχαί̱ᾱν , ἡσυχαῖος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)